- κυκλωτικός
- -ή, -όαυτός που διενεργείται με σκοπό την κύκλωση, αυτός που αποβλέπει σ' αυτήν ή τήν επιδιώκει («οι κυκλωτικές κινήσεις τού εχθρού απέτυχαν»).επίρρ...κυκλωτικώς και -άμε κυκλωτικό τρόπο, με κυκλωτική κίνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Κωνσταντινίδη].
Dictionary of Greek. 2013.